services
Διερεύνηση Υπογονιμότητας
Για πολλές γυναίκες η εγκυμοσύνη είναι μια έντονη επιθυμία, ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις που αυτή καθυστερεί ή δεν έρχεται και ποτέ, παρά τις συστηματικές προσπάθειες ενός ζευγαριού. Το ερώτημα, λοιπόν, που απασχολεί τις γυναίκες είναι το πότε η απουσία εγκυμοσύνης μπορεί να αποδοθεί σε υπογονιμότητα.
Προκειμένου ένα ζευγάρι να θεωρηθεί υπογόνιμο, πρέπει να μην έχει καταφέρει να τεκνοποιήσει μετά από τουλάχιστον ένα έτος συχνών, συστηματικών σεξουαλικών επαφών χωρίς προφύλαξη.
Όταν η γυναίκα πλησιάζει τα 40 έτη, ο υπολογισμός του χρόνου υπογονιμότητας μειώνεται στους 6 μήνες. Η ικανότητα σύλληψης σε ζευγάρια αναπαραγωγικής ηλικίας φθάνει το 90% μέσα στο πρώτο έτος των προσπαθειών τους και αγγίζει το 95% μέσα στο δεύτερο έτος. Τα ποσοστά αυτά μειώνονται αισθητά όσο αυξάνεται η ηλικία της γυναίκας.
Η υπογονιμότητα κατηγοριοποιείται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή. Πρωτοπαθής υπογονιμότητα σημαίνει ότι αυτή εμφανίζεται για πρώτη φορά, καθώς δεν υπάρχει κύηση στο παρελθόν, ενώ δευτεροπαθής υπογονιμότητα σημαίνει ότι η γυναίκα είχε προηγούμενη κύηση με τον ίδιο ή διαφορετικό σύντροφο.
Επιβαρυντικοί παράγοντες γυναικείας υπογονιμότητας
Η ηλικία της γυναίκας είναι ίσως ένας από τους βασικότερους παράγοντες υπογονιμότητας, καθώς η αύξησή της οδηγεί σε σημαντική μείωση της γονιμότητας. Το κάπνισμα περισσότερων από 5-10 τσιγάρα, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, σε καθημερινή βάση και η χρήση απαγορευμένων και βλαβερών για την υγεία εξαρτησιογόνων ουσιών μειώνουν την ποιότητα των ωαρίων προκαλώντας υπογονιμότητα.
Το υπερβολικό βάρος και επίσης ο υψηλός δείκτης μάζας σώματος συχνά συνδυάζεται με διαταραχές περιόδου και πιθανή ανωοθυλακιορρηξία. Η κλινική εικόνα της γυναίκας μπορεί να βελτιωθεί με σωστό διαιτολόγιο, καθημερινή άσκηση και με ταυτόχρονη, σε αρκετές περιπτώσεις, χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων από τον ενδοκρινολόγο ή γυναικολόγο, γεγονός που μπορεί με τη σειρά του να συμβάλει στη βελτίωση της συχνότητας των περιόδων τους και κατά συνέπεια στην επιτάχυνση της κύησης.
Ωστόσο, μπορεί και το αντίθετο να λειτουργήσει επιβαρυντικά. Η έντονη αδυναμία και ο χαμηλός δείκτης μάζας σώματος συσχετίζεται με διαταραχές περιόδου του τύπου της αμηνόρροιας ή της αραιομηνόρροιας.
Εξετάσεις για τη γυναικεία υπογονιμότητα
1.Υπερηχογράφημα
Η γυναίκα παράλληλα με τον ορμονικό έλεγχο, κάνει ένα κολπικό υπερηχογράφημα στην αρχή του κύκλου. Με το υπερηχογράφημα, ο γιατρός αποκτά μια ολοκληρωμένη εικόνα της μήτρας, των ωοθηκών και των ωοθηλακίων.
2.Λαπαροσκόπηση/Υστεροσκόπηση
Η λαπαροσκόπηση και η υστεροσκόπηση δίνουν ολοκληρωμένη εικόνα του αναπαραγωγικού συστήματος της γυναίκας. Σε περίπτωση που εντοπιστεί κάποιο πρόβλημα κατά τη διάρκεια της εξέτασης, ο γιατρός μπορεί να το διορθώσει σχεδόν άμεσα, χωρίς η γυναίκα να πρέπει να υποβληθεί σε χειρουργείο εκ νέου.
Στην περίπτωση που το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο, ακολουθείται η μέθοδος της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Η εξέταση αυτή συνιστάται στις εξής περιπτώσεις:
- Όταν φαίνεται από τις αρχικές εξετάσεις ότι υπάρχει πρόβλημα στη μήτρα ή στις σάλπιγγες
- Όταν υπάρχει ιστορικό φλεγμονών στην πύελο
- Όταν ερευνάται το ενδεχόμενο ενδομητρίωσης
3.Υστεροσαλπιγγογραφία
Πρόκειται ουσιαστικά για ακτινογραφία της μήτρας και των σαλπίγγων. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης εγχέεται ειδικό σκιαγραφικό υγρό στην μήτρα μέσω του τραχήλου. Στη συνέχεια, λαμβάνεται μια σειρά από ακτινογραφίες, ώστε να διαπιστωθεί αν το υγρό αυτό ρέει προς την κοιλιά μέσω των σαλπίγγων.
Αν το υγρό όντως ρέει προς την κοιλιά, αυτό σημαίνει ότι οι σάλπιγγες είναι διαβατές και άρα μπορεί να περάσει το γονιμοποιημένο ωάριο από την σάλπιγγα στην μήτρα. Αυτή η εξέταση δίνει ταυτόχρονα και μια συνολική εικόνα της μήτρας, αποκαλύπτοντας τυχόν ανατομικά προβλήματα.
4.Ορμονικός έλεγχος
Αν η γυναίκα έχει κανονική έμμηνο ρύση, αλλά δεν συλλαμβάνει, θα πρέπει να εξεταστεί για κάποιο πιθανό ορμονικό πρόβλημα. Οι εξετάσεις αυτές γίνονται στην αρχή του κύκλου (ανάμεσα στην δεύτερη και την πέμπτη μέρα του κύκλου) και αφορούν στη μέτρηση ορισμένων ορμονών (FSH, LH, οιστραδιόλη, προλακτίνη, TSH, AMH). Τα επίπεδα αυτών των ορμονών αποκαλύπτουν την ηλικία των ωοθηκών, δηλαδή κατά πόσο οι ωοθήκες έχουν απόθεμα ωαρίων.
Παθήσεις που σχετίζονται με τη γυναικεία υπογονιμότητα
- Έλλειψη ωορρηξίας
- Ορμονικές διαταραχές
- Φλεγμονές των αναπαραγωγικών οργάνων
- Κατεστραμμένες ή αποφραγμένες σάλπιγγες
- Πρόωρη εμμηνόπαυση
- Ινομυώματα
- Ενδομητρίωση
- Ανεπαρκής τραχηλική βλέννα
- Αντισπερματικά αντισώματα
- Αποτυχία συγκόλλησης του εμβρύου στην μήτρα
- Συμφύσεις από προηγούμενες εγχειρήσεις
- Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
Αντιμετώπιση
Οι μέθοδοι αντιμετώπισης της γυναικείας υπογονιμότητας ποικίλουν και εντάσσονται στο πλαίσιο είτε της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής είτε της εξωσωματικής γονιμοποίησης:
- Πρόκληση πολλαπλής ωοθυλακιορρηξίας
- Ενδομητρική σπερματέγχυση
- Εξωσωματική Ωρίμανση
- Εξωσωματική γονιμοποίηση
- Μικρογονιμοποίηση
- Χειρουργική ανάκτηση σπερματοζωαρίων
- Καλλιέργεια εμβρύων: από τη γονιμοποίηση στη βλαστοκύστη
- Προεμφυτευτικός γενετικός έλεγχος
- Μεταφορά Βλαστοκύστης
- Υποβοηθούμενη εκκόλαψη
- Ελαφρά κάκωση ενδομητρίου
- Αναζωογόνηση ωοθηκών – ενδομητρίου με PRP
- Μεταφορά κατεψυγμένου εμβρύου
- Φύλαξη και διατήρηση ωαρίων/σπέρματος
Η υπογονιμότητα αφορά περίπου το 14% των ζευγαριών που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία. Είτε αφορά μόνο τη γυναίκα είτε και τον άνδρα, η επικοινωνία του ζευγαριού, καθώς και η επαφή με τον γυναικολόγο είναι κρίσιμες παράμετροι της ορθής διάγνωσης και αντιμετώπισής της.
Έχετε περισσότερες απορίες; Επικοινωνήστε μαζί μας.